693 6114 150 & 210 440 8886 info@smailis.lawyer

Διώξεις δημοσιογράφων

Αυγ 19, 2022 | ΝΕΑ-ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Διώξεις δημοσιογράφων: Τρεις δικηγόροι απαντούν στην aftodioikisi.gr -“Κατάργηση των τυποκτόνων νόμων”

Λάμπρος Π. Σμαΐλης

Δικηγόρος (Δημοσιογράφος από το 1980 έως το 2010)

Το φαινόμενο να αντιμετωπίζονται οι δημοσιογράφοι ως «εχθροί» της κάθε εξουσίας και να σέρνονται στα δικαστήρια, με στόχο την οικονομική, κυρίως, εξόντωση τους είναι διαχρονικό. Θυμίζω στο παρελθόν τις διώξεις κατά των δημοσιογράφων Μανώλη Βασιλάκη, Γιάννη Ντάσκα, Δημήτρη Ρίζου, Νικήτα Λιοναράκη, Κώστα Κάρη και τόσων άλλων  που μάλιστα έφθασαν και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) το οποίο καταδίκασε πολλές φορές την Ελλάδα.

Αλλά και πρόσφατα, αυτοί που σήμερα έχουν κάνει σημαία την ελευθερία του τύπου στην Ελλάδα κατηγορώντας δριμύτατα την κυβέρνηση Μητσοτάκη, χρησιμοποιούν τα ίδια μέσα αποσκοπώντας στην οικονομική εξόντωση των δημοσιογράφων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η αγωγή αποζημίωσης του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξη Τσίπρα κατά των δημοσιογράφων Γιώργου Παπαχρήστου και Γιάννη Κουρτάκη με την οποία ζητούσε χρηματική ικανοποίηση ποσού 1.000.000 ευρώ από τον καθένα.

Η αλήθεια είναι ότι από τον 1981, όταν η τότε κυβερνητική πλειοψηφία στη Βουλή με πρωθυπουργό τον Γεώργιο Ράλλη ψήφισε τον περιβόητο Νόμο 1178/1981 «περί αστικής ευθύνης του τύπου» που ισχύει από την 14.07.1981  έως σήμερα, οι πολιτικοί όλων των πλευρών και των αποχρώσεων, είτε από δεξιά είτε από αριστερά, χρησιμοποίησαν το οπλοστάσιο αυτό για να φιμώσουν την ελευθερία του τύπου παρά το γεγονός ότι σε αντίθεση με έναν απλό πολίτη που συκοφαντείται, είχαν τη δυνατότητα να απαντήσουν μέσω των ΜΜΕ σε όσα θεωρούν ότι είναι ψευδή και ότι προσβάλλουν την προσωπικότητά τους.

Άλλωστε το ΕΔΔΑ αναγνωρίζοντας εκ προοιμίου τον κορυφαίο ρόλο του Τύπου και των δημοσιογράφων σε με μια δημοκρατική κοινωνία ως του «σκύλου-φύλακα», έχει κρίνει ότι ακριβώς λόγω αυτής της λειτουργίας, η δημοσιογραφική ελευθερία συνεπάγεται την πιθανή προσφυγή σε κάποια δόση υπερβολής, ακόμα και πρόκλησης.

Το ΕΔΔΑ έχει επανειλημμένα υπενθυμίσει ότι τα όρια της αποδεκτής κριτικής ενός πολιτικού προσώπου, το οποίο γίνεται στόχος της με αυτή του την ιδιότητα, είναι ευρύτερα απ’ ό,τι ενός απλού «ιδιώτη»: το πολιτικό πρόσωπο εκτίθεται αναπόφευκτα και συνειδητά στον προσεκτικό έλεγχο των πράξεων και κινήσεών του, τόσο εκ μέρους των δημοσιογράφων όσο και εκ μέρους του μεγάλου αριθμού των πολιτών.

Αμερικάνικα Δικαστήρια: Ανεχόμαστε ακόμη και ψευδείς αναφορές

Κατά συνέπεια, ο πολιτικός ως εκτιθέμενο δημόσιο πρόσωπο πρέπει να επιδεικνύει μεγαλύτερη ανεκτικότητα.

Αντίστοιχα, και στη νομολογία των αμερικανικών δικαστηρίων έχει γίνει αποδεκτό ότι “Αν και οι ψευδείς αναφορές δεν έχουν εγγενή αξία, ο χώρος για να αναπνεύσει η ελευθερία της έκφρασης, ώστε να ανθήσει, απαιτεί να ανεχόμαστε περιοδικώς ψευδείς αναφορές, τουλάχιστον για να μην υπάρξει ένα αφόρητο αποτέλεσμα ‘παγώματος’ του λόγου, ο οποίος έχει συνταγματική αξία”.

Κατόπιν των αποφάσεων του ΕΔΔΑ επήλθαν μεν κάποιες αλλαγές στον Νόμο 1178/1981 αλλά διατηρήθηκε η άσκηση ποινικών διώξεων κατά των δημοσιογράφων για τις ίδιες πράξεις. Καταργήθηκε βέβαια η ελάχιστη υποχρεωτική χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από δημοσίευμα, αλλά θεσπίστηκαν ενδεικτικά κριτήρια για την επιμέτρησή της από το δικαστήριο. Προβλέφθηκε μεν η υποχρέωση του αδικηθέντος πριν ασκήσει αγωγή αποζημίωσης να καλέσει με εξώδικη πρόσκληση προς αποκατάσταση της προσβολής με την καταχώρηση του σύντομου επεξηγηματικού κειμένου που υποδεικνύει. Ωστόσο τα δημόσια πρόσωπα χρησιμοποίησαν παρελκυστικά αυτή τη διάταξη αφού στις εξώδικες προσκλήσεις τους δεν επιδίωκαν την αποκατάσταση της αλήθειας με την διόρθωση των ανακριβών στοιχείων αλλά με την απαίτηση δημοσιοποίησης ταπεινωτικών δηλώσεων οδηγούσαν παρελκυστικά το δημοσιογράφο ή το μέσο στο δικαστήριο με στόχο τον εκφοβισμό όσων  συλλέγουν, παράγουν και δημοσιοποιούν ειδήσεις που αφορούν το δημόσιο συμφέρον.

Να καταργηθεί ο τυποκτόντος νόμος Ράλλη

Ο μόνος τρόπος, για να σταματήσει επομένως αυτό το φαινόμενο, αντί να τροποποιείται κάθε φορά, όπως και πριν από δύο μήνες, είναι να καταργηθεί ο τυποκτόνος νόμος 1178/1981 της κυβέρνησης Ράλλη, ώστε να παύσει επιτέλους η βιομηχανία αγωγών που μοναδικό στόχο έχουν να πλήξουν την ελευθερία του Τύπου. Αλλά η κατάργηση αυτού του νόμου προϋποθέτει ότι τα πολιτικά και εν γένει τα δημόσια πρόσωπα θα αποδεχθούν ότι τα θέματα που προκύπτουν από τη δημόσια κριτική δεν θα πρέπει να επιλύονται στις αίθουσες των δικαστηρίων.

Υποδειγματική προς τούτο είναι η συμπεριφορά του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκου Αναστασιάδη ο οποίος απαντώντας πρόσφατα σε πολύ σκληρά δημοσιεύματα σε βάρος του δήλωσε: «Με πλήρη σεβασμό στην ελευθερία των ΜΜΕ αλλά και στην ελευθερία του λόγου απέφυγα, στη 40χρονη παρουσία μου στα πολιτικά δρώμενα της χώρας μας, την όποια άσκηση των νομικών μου δικαιωμάτων, αναγνωρίζοντας πως η εμπλοκή στα κοινά έχει ως συνεπακόλουθο και το αναφαίρετο δικαίωμα των ΜΜΕ και των εκπροσώπων τους να με κρίνουν ή και να με επικρίνουν».

Αλλά και οι δημοσιογράφοι οφείλουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους να στηρίζονται στις αρχές του Κώδικα Δεοντολογίας του δημοσιογραφικού επαγγέλματος, όπως ψηφίστηκε από τη Γ.Σ. της ΕΣΗΕΑ, το 1998 και του Παγκόσμιου Χάρτη Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας της ΔΟΔ. Γιατί δυστυχώς, τα μεμονωμένα φαινόμενα «δημοσιογραφικής» ασυδοσίας αποτελούν το τέλειο άλλοθι για την εκάστοτε πολιτική εξουσία να λαμβάνει πρόσθετα νομοθετικά μέτρα τα οποία «παγώνουν» την ελευθερία του τύπου στο σύνολό της.

Η ελευθερία της έκφρασης, όπως έγραφε και ο αείμνηστος Σταύρος Τσακυράκης, είναι κάτι ξεχωριστό και μοναδικά πολύτιμο και γι’ αυτό η εξουσία δεν μπορεί να την περιορίζει όπως περιορίζει άλλες ελευθερίες του ανθρώπου αλλά χρειάζεται ιδιαίτερα σοβαρούς λόγους για αυτό.

Σχετικές αναρτήσεις: